- αμμωτό
- τοτο αμμόμετρο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμμωτό — το τεχνολ. όργανο μέτρησης τού χρόνου με τη βοήθεια τής ροής λεπτόκοκκης άμμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. sablier ή ampoulitte. Ο ελληνικός όρος πρωτοαπαντά στο Ναυτικό Ονοματολόγιο τού 1858] … Dictionary of Greek
αμμωρολόγιον — το το αμμωτό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + ωρολόγιον. Η λ. πλάστηκε από τον Δημ. Βικέλα] … Dictionary of Greek
αμμόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση τού χρόνου με άμμο, το αμμωτό*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ἄμμος + μέτρο(ν), χρησιμοποιήθηκε δε για πρώτη φορά από τον ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα, το 1867] … Dictionary of Greek
αμμόμετρο — το όργανο για μέτρηση του χρόνου με άμμο, το αμμωτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)